amonestado - ορισμός. Τι είναι το amonestado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι amonestado - ορισμός


amonestado      
Expresiones Relacionadas
amonestar      
amonestar (del lat. "admonere", ¿con influencia del lat. "molestare", molestar?)
1 tr. *Reprender sin mucha violencia a una persona, conminándola a enmendarse: "Le han amonestado por llegar tarde". *Advertir, *amenazar, *avisar, *conminar, *reprender.
2 Publicar en la misa mayor los nombres de los que se van a casar para que si alguien conoce algún impedimento para su *matrimonio, lo haga saber.
3 (reflex.) Ser amonestado en la iglesia alguien que pretende casarse.
amonestación         
sust. fem.
Acción y efecto de amonestar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για amonestado
1. Tevez fue amonestado a los 18 minutos del primer tiempo.
2. El técnico holandés sentó a Deco, amonestado, y a Ronaldinho, que completó un buen encuentro.
3. El defensor estaba amonestado y le pegó un codazo a Bianchi.
4. En un momento vi que había amonestado a Artime y a Ferreiro.
5. Y Sebastián Battaglia se salvó de la expulsión cantada cuando derribó de atrás a Darío Bottinelli y ya estaba amonestado.
Τι είναι amonestado - ορισμός